επανίδρυση
From LSJ
Greek Monolingual
η επανιδρύω
η εκ νέου ίδρυση, ανασύσταση, νέο στήσιμο («επανίδρυση σωματείου, μνημείου, ανδριάντα» κ.λπ.).
η επανιδρύω
η εκ νέου ίδρυση, ανασύσταση, νέο στήσιμο («επανίδρυση σωματείου, μνημείου, ανδριάντα» κ.λπ.).