παλινδαής

English (LSJ)

παλινδαές, (Δάω) learnt again, Hsch.

German (Pape)

[Seite 450] ές, = παλίγγνωστος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινδᾰής: -ές, (*δάω) ὁ ἐκ νέου γνωσθείς, παλίγγνωστος, Ἡσύχιος.

Greek Monolingual

παλινδαής, -ές (Α)
αυτός που έγινε εκ νέου γνωστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δαής (< θ. δαη-, πρβλ. -δάην, αόρ. β' του αμάρτυρου δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α-δαής, ορθο-δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)].