παλιρροώ

Greek Monolingual

παλιρροῶ, -έω (Α) παλίρρους
ρέω προς μία κατεύθυνση και αποσύρομαι από την ίδια («παλιρροεῖν γὰρ φάναι τὴν θάλατταν», Στράβ.).