παλούκι1. διατρυπώ κάποιο σώμα με πάσσαλο, ανασκολοπίζω, σουβλίζω2. μέσ. παλουκώνομαικάθομαι στη θέση μου και παραμένω ακίνητος3. μτφ. (για άνδρα) συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι με γυναίκα.