παλουκώνω

Greek Monolingual

παλούκι
1. διατρυπώ κάποιο σώμα με πάσσαλο, ανασκολοπίζω, σουβλίζω
2. μέσ. παλουκώνομαι
κάθομαι στη θέση μου και παραμένω ακίνητος
3. μτφ. (για άνδρα) συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι με γυναίκα.