παμβλαβής

English (LSJ)

παμβλαβές, wholly hurtful, Man.4.31.

German (Pape)

[Seite 453] ές, sehr geschadet, Maneth. 4, 31. 76.

Greek (Liddell-Scott)

παμβλᾰβής: -ές, βαρέως βεβλαμμένος, Μανέθων 4. 31.

Greek Monolingual

παμβλαβής, -ές (Α)
αυτός που υπέστη ολοκληρωτική βλάβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -βλαβής (< βλάβη)].