παναίρετος: -ον, ἐκλεκτός, ἐξαίρετος, ἔξοχος, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφ. ἀμαρτύρως.
παναίρετος, -ον (Μ)εκλεκτότερος όλων, εξαίρετος, έξοχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἱρετός (< αἱροῦμαι «εκλέγω, προτιμώ»)].