παναίρετος

Greek (Liddell-Scott)

παναίρετος: -ον, ἐκλεκτός, ἐξαίρετος, ἔξοχος, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφ. ἀμαρτύρως.

Greek Monolingual

παναίρετος, -ον (Μ)
εκλεκτότερος όλων, εξαίρετος, έξοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἱρετός (< αἱροῦμαι «εκλέγω, προτιμώ»)].