παναγρίς

English (LSJ)

ίὸος, ἡ, = λεβητάριον, IG4.1588.18 (Aegina), Poll.10.165 (v.l. ταναγρίς).

Greek Monolingual

παναγρίς, -ίδος, ἡ (Α)
μικρός λέβητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάναγρος + επίθημα -ίς].