1. προκαλώ πανικό2. μέσ. πανικοβάλλομαικυριεύομαι από πανικό, μέ πιάνει μεγάλος φόβος για κάτι, τρομοκρατούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πανικός + βάλλω «ρίχνω, χτυπώ»].