πανσέβαστος
English (LSJ)
πανσέβαστον, most august, Mich.in PN142.5.
German (Pape)
[Seite 462] ganz ehrwürdig, Suid., Sp.
Greek Monolingual
-ον, Μ
πανσεβάσμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σεβαστός (πρβλ. αεισέβαστος)].
πανσέβαστον, most august, Mich.in PN142.5.
[Seite 462] ganz ehrwürdig, Suid., Sp.
-ον, Μ
πανσεβάσμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σεβαστός (πρβλ. αεισέβαστος)].