παντοπώλης

English (LSJ)

παντοπώλου, ὁ, huckster, Anaxipp.1.10, Ostr.347, 348 (ii B. C.), Ostr.Bodl.i95 (ii/i B. C.):—written πατοπούλης, MAMA3.249 (Corycus); cf. πανταπώλης.

German (Pape)

[Seite 464] ὁ, der allerlei verkauft, Anthipp. bei Ath. IX, 404 a; VLL.; vgl. Poll. 7, 16.

Greek (Liddell-Scott)

παντοπώλης: -ου, ὁ, (πωλέω) ὁ πωλῶν παντὸς εἴδους πράγματα, Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 10· - θηλ. παντόπωλις, ιδος, Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 155, 42. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533.

Greek Monolingual

ο, θηλ. παντοπώλις και παντοπώλισσα / Α και πανταπώλης, θηλ. παντόπωλις, -ιδος, ΝΜΑ
αυτός που πωλεί κάθε είδους πράγματα, ιδίως τρόφιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. μυροπώλης.