παντόπωλις
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
ιδος, ἡ, fem. of παντοπώλης, PRyl.227.3 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 464] ἡ, fem. von παντοπώλης, Trödlerinn, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντόπωλις: -ιδος, ἴδε παντοπώλης.
Greek Monolingual
-ιδος, και παντοπώλισσα, η, ΝΑ
βλ. παντοπώλης.