-ον, Α(κατά τον Ησύχ.) «παντώνια παντοδαπά».[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + αιολ. κατάλ. -ώνιος, αντίστοιχη της -οιος (πρβλ. αλλ-ώνιος: άλλος, ετερ-ώνιος: έτερος)].