ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
Full diacritics: παντώνια | Medium diacritics: παντώνια | Low diacritics: παντώνια | Capitals: ΠΑΝΤΩΝΙΑ |
Transliteration A: pantṓnia | Transliteration B: pantōnia | Transliteration C: pantonia | Beta Code: pantw/nia |
παντώνια: (Αἰολ.)· «παντοδαπὰ» Ἡσύχ.
ἡ, Α
η αγορά όλων τών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ωνία (< ὤνιος < ὤνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ισωνία].