παντώνια

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντώνια Medium diacritics: παντώνια Low diacritics: παντώνια Capitals: ΠΑΝΤΩΝΙΑ
Transliteration A: pantṓnia Transliteration B: pantōnia Transliteration C: pantonia Beta Code: pantw/nia

English (LSJ)

παντοδαπά, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

παντώνια: (Αἰολ.)· «παντοδαπὰ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η αγορά όλων τών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ωνία (< ὤνιος < ὤνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ισωνία].