παράγκα

Greek Monolingual

και μπαράγκα και μπαράκα, η
πρόχειρο, μικρό συνήθως, οίκημα κατασκευασμένο από σανίδες, παράπηγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μπαράκα (< ιταλ. baracca) με μετάθεση της ηχηρότητας].