παράγυμνος

English (LSJ)

παράγυμνον, naked at the side, half-naked, D.L.2.132.

German (Pape)

[Seite 475] daneben od. an der Seite bloß, D. L. 2, 132.

Russian (Dvoretsky)

παράγυμνος: полуголый Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

παράγυμνος: -ον, σχεδὸν γυμνός, Διογ. Λ. 2. 132.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο γυμνός στα πλάγια
2. ημίγυμνος.