παράθραυσμα

English (LSJ)

v.l. for παράθραυμα.

German (Pape)

[Seite 479] τό, das Abgebrochene, Ar. frg. bei Poll. 9, 126.

Greek (Liddell-Scott)

παράθραυσμα: τό, πρᾶγμα ἀποσπασθέν, ἀπόσπασμα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 335.

Russian (Dvoretsky)

παράθραυσμα: ατος τό обломок Arph.