παράκυψις

English (LSJ)

-εως, ἡ, stooping to one side, peeping in, Sm.3 Ki.7.4(41): prov. ὄνου π., of those who bring frivolous actions, Men.246, cf. Zen. 5.39.

German (Pape)

[Seite 486] ἡ, das Hineingucken, D. Cass. 76, 9; ὄνου παρ., sprichwörtlich, Men. bei Zenob. 5, 39; vgl. Luc. Asin. 45.

Greek (Liddell-Scott)

παράκυψις: -εως, ἡ, τὸ κύπτειν πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, κύπτειν καὶ βλέπειν ἐντός. - Παροιμ., ὅνου παράκυψις, «ἐπὶ ταῶν καταγελάστως.. συκοφαντουμένων εὕρηται ἡ παροιμία» Μένανδρος ἐν «Ἱερείᾳ» 1, πρβλ. Ζηνόβ. 5, 39.

Greek Monolingual

ἡ, Α παρακύπτω
1. το να σκύβει κανείς προς τα πλάγια προκειμένου να δει προς το εσωτερικό ενός χώρου
2. παροιμ. φρ. «ὄνου παράκυψις» — λέγεται για άτομα που περιπαίζονται ή συκοφαντούνται από όλους.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράκυψις -εως, ἡ [παρακύπτω] het (nieuwsgierig) om een hoekje kijken, spreekw.. ὄνου π. de nieuwsgierigheid van een ezel Luc. 39.45.