Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
παράμαλλο
Greek Monolingual
το (αλιευτ.) α) καθένα από τα νήματα που έχει το παραγάδι και τα οποία φέρουν άγκιστρα β) το μικρό λεπτόνήμα της πετονιάς που φέρει το αγκίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ.<παρ(α)- +μαλλί].