παράμαλλο

Greek Monolingual

το
(αλιευτ.) α) καθένα από τα νήματα που έχει το παραγάδι και τα οποία φέρουν άγκιστρα
β) το μικρό λεπτό νήμα της πετονιάς που φέρει το αγκίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μαλλί].