ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
το (Α ἀγκίστριον)αλιευτικό όργανονεοελλ.1. κάθε εργαλείο σε σχήμα αγκίστρου, γάντζος, αρπάγη2. φρ. «πιάστηκε στ' αγκίστρι», έπεσε σε παγίδα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ουσ. ἀγκίστριον, υποκορ. του ουσ. ἄγκιστρον.