επίρρ. τοπ.1. κατά μέρος, πιο πέρα, στην μπάντα («κι επήγε με τον φίλον του, παράμερα καθίζει», Ερωτόκρ.)2. σε απόμερο τόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παραμερέα < παρ(α)- + μσν. μερέα / μερά «μέρος, μεριά»].