παράφερνα

English (LSJ)

τά, goods which a bride brings over and above her dowry, Sammelb.7260 ii b 7 (i A. D.), POxy.905.7(ii A. D.), Just.Nov.97.5, etc.: sg. in Hsch. s.v. εἴλιον.

German (Pape)

[Seite 505] τά, das was die Braut neben od. außer der eigentlichen Mitgabe, προΐξ, empfängt u. mitbringt, Hesych. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παράφερνα: τά, ὅ,τι φέρει ἡ νύμφη ἐκτὸς τῆς προικὸς αὐτῆς, Πανδέκτ.· ― παράφερνον, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. εἴλιον.

Greek Monolingual

τα / παράφερνον, τὸ, ΝΑ
τα εξώπροικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + φερνή «προίκα»].