παραβαπτίζω

English (LSJ)

baptize without authority, Just.Nov.42.3.1.

Greek (Liddell-Scott)

παραβαπτίζω: βαπτίζω ἀντικανονικῶς, Σύνοδ. Κ/πόλεως (536), 1073C, Ἰουστινιαν. Νεαρ. 42, 3, § α΄.

Greek Monolingual

ΜΑ
βαπτίζω αντικανονικά, εκτελώ βάπτισμα παρά τις καθιερωμένες συνήθειες.