παραβιασμός

English (LSJ)

ὁ, forcing of nature or forcing of law, Plu.2.1097f.

German (Pape)

[Seite 472] ὁ, Gewalttat, übh. etwas Erzwungenes, Plut. non posse 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
emploi de la violence, contrainte.
Étymologie: παραβιάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

παραβιασμός:применение силы, насилие Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παραβιασμός: -οῦ, ὁ, τὸ παραβιάζεσθαι, Πλούτ. 2. 1097F.

Greek Monolingual

ὁ,
Α παραβιάζω
ενέργεια αντίθετη προς το δίκαιο, τον νόμο ή τη φύση.