Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
παραβράζω
Greek Monolingual
(μτβ. και αμτβ.) βράζωκάτι ή βράζω ο ίδιος περισσότερο από όσο πρέπει ή από όσο χρειάζεται («τά παράβρασες τα φασόλια και χύλωσαν» β. «τα χόρτα έχουν παραβράσει»).