παραδειγματώδης

English (LSJ)

παραδειγματῶδες, characterized by examples, ῥητορεῖαι Arist.Rh.1356b20, cf. 1403a5.

German (Pape)

[Seite 476] ες, von der Art eines Beispiels, ῥητορεῖαι, Arist. rhet. 1, 2. 2, 25.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui peut servir d'exemple.
Étymologie: παράδειγμα, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραδειγματώδης -ες [παράδειγμα] gebaseerd op voorbeelden.

Spanish

basado en ejemplos

Russian (Dvoretsky)

παραδειγμᾰτώδης: сопровождаемый примерами или выставляемый в качестве примера (ῥητορεῖαι Arst.).

Greek Monolingual

-ῶδες, Α παράδειγμα, -ατος]
αυτός που χαρακτηρίζεται από παραδείγματα, ο γεμάτος παραδείγματα («παραδειγματώδεις ῥητορεῖαι», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

παραδειγμᾰτώδης: -ες (εἶδος), αυτός που χαρακτηρίζεται από παραδείγματα, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

παραδειγμᾰτώδης: -ες, ὃν χαρακτηρίζουσι τὰ παραδείγματα, πλήρης παραδειγμάτων, παραδειγματώδεις ῥητορεῖαι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 2, 10, πρβλ. 2. 25, 13.

Middle Liddell

παραδειγμᾰτ-ώδης, ες εἶδος
characterised by examples, Arist.