v. παρατρέχω.
[Seite 477] inf. aor. II. zu παρατρέχω.
παραδραμεῖν inf. aor. act. van παρατρέχω.
παραδρᾰμεῖν: inf. aor. 2 к παρατρέχω.
παραδρᾰμεῖν: ἴδε τὸ ῥῆμα παρατρέχω.
παραδρᾰμεῖν: αόρ. βʹ του παρατρέχω.