παρακοιμητής

English (LSJ)

παρακοιμητοῦ, ὁ, guard, ib.

German (Pape)

[Seite 484] ὁ, der Danebenschlafende oder Dabeischlafende, Beischläfer; auch παρακοιμιστής, Paul. Aeg.

Greek Monolingual

ὁ, Α παρακοιμώμαι
άτομο που κοιμάται δίπλα σε κάποιον προκειμένου να τον φυλάει από τυχόν κινδύνους.