παρακύϊσμα

English (LSJ)

-ατος, τό, name of the sign (*) (later ϡ), Sch. DT. p. 496 H. (s.v.l.); see Ϻ, sub fin.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ονομασία αριθμητικού σημείου.