παραλήγουσα

Greek Monolingual

ΝΑ
γραμμ.
1. (για λέξη) λήγω δίπλα στη λήγουσα, την τελευταία συλλαβή («η λέξη άνθρωπος παραλήγει σε μακρά»)
2. (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) η παραλήγουσα
η συλλαβή που βρίσκεται δίπλα στη λήγουσα μιας λέξης, η προτελευταία συλλαβή λέξης.