παραλίμνιος

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που βρίσκεται δίπλα σε λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + λίμνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία].