παραναφύω

English (LSJ)

v.l. for παραφύω, Ph.1.345.

Greek (Liddell-Scott)

παραναφύω: διάφ. γραφὴ παρὰ Φίλωνι ἀντὶ παραφύω.

Greek Monolingual

Α αναφύω
(δ. γρφ.) παραφύω.