παρανόηση

Greek Monolingual

ἡ / παρανόησις, -ήσεως, ΝΑ παρανοώ
νεοελλ.
εσφαλμένη κατανόηση, πλάνη σχετικά με το νόημα που έχει κάτι, παρερμηνεία, παρεξήγηση
αρχ.
παράνοια.