παραξοή

English (LSJ)

Dor. παρξοά, ἡ, planing down, smoothing, IG7.3073.140 (Lebad.), SIG247ii71 (Delph., iv B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

παραξοή: ἡ, λέξις τῆς οἰκοδομικῆς, Ἐπιγρ. Λεβαδείας, Ἀθήν. τ. Δ΄, σ. 373.

Greek Monolingual

ή, δωρ. τ. παρξοά, Α παραξέω
λείανση, ροκάνισμα.