ροκάνισμα
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Greek Monolingual
το / ῥυκάνισμα, ΝΜΑ, και ρουκάνισμα Ν ῥυκανίζω / ροκανίζω
το αποτέλεσμα του ροκανίζω, η λείανση ξύλου με ροκάνι, το πλανιάρισμα
νεοελλ.
1. θορυβώδης μάσηση
2. συν. στον πληθ. τα ροκανίσματα και ρυκανίσματα
τα ροκανίδια
3. φρ. «το ροκάνισμα του χρόνου»
μτφ. σκόπιμη καθυστέρηση.