παραπονιάρικος
Greek Monolingual
-η, -ο παραπονιάρης
1. αυτός που εκφράζει παράπονο, παραπονετικός
2. ως ουσ. παραπονιάρης.
επίρρ...
παραπονιάρικα
με παράπονο.
-η, -ο παραπονιάρης
1. αυτός που εκφράζει παράπονο, παραπονετικός
2. ως ουσ. παραπονιάρης.
επίρρ...
παραπονιάρικα
με παράπονο.