παραπροίκι

Greek Monolingual

το
το εξώπροικο, το πανωπροίκι, περιουσία που δίνουν οι γονείς της νύφης στον γαμπρό πάνω από την κανονική προίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + προίκα (πρβλ. πανωπροίκι)].