παραπταίω
English (LSJ)
stumble by the way, blunder, Placit.5.20.5 (fort. παραπεπαικότος), Al.De.22.1.
German (Pape)
[Seite 496] (πταίω), daneben anstoßen, verstoßen, irren, Plut. plac. phil. 5, 20.
French (Bailly abrégé)
part. pf. παρεπταικώς;
faire un faux pas, fig. faillir, errer.
Étymologie: παρά, πταίω.
Russian (Dvoretsky)
παραπταίω: спотыкаться, т. е. ошибаться, погрешать (παρεπταικότος τοῦ ἡγεμονικοῦ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παραπταίω: προσπταίω, σφάλλομαι, Πλούτ. 2. 909Α.
Greek Monolingual
Α
1. παραπατώ, σκοντάφτω
2. πέφτω σε σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πταίω.