σκοντάφτω

Greek Monolingual

και σκοντάβω και λόγ. τ. σκοντάπτω Ν
1. προσκρούω σε εμπόδιο καθώς βαδίζω, σκουντουφλώ («σκοντάφτει, πεδουκλώνεται και πέφτει και βαρίσκει», Ερωτόκρ.)
2. συναντώ («να σκοντάβεις όλη μέρα πάνω σε διακονιαρέους και ψεύτες», Βάρν.)
3. δυσκολεύομαι, αντιμετωπίζω δυσκολίες («σκοντάφτει ακόμη στην ανάγνωση»)
4. συναντώ εμπόδια, παρακωλύομαι, παραμένω σε στάσιμη κατάσταση («σκόνταψε το ζήτημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κονδάπτω / σκονδάπτω πιθ. < κοντός «κοντάρι» + ἅπτω, με ανάπτυξη προθετικού σ- (πρβλ. σκύπτω: κύπτω)].