παραπατώ

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

(I)
-άω, Α απατώ
εξαπατώ, αποπλανώ, δελεάζω.
(II)
-άω πατώ
1. πατώ αλλού από εκεί που πρέπει, στραβοπατώ («παραπάτησε και στραμπούληξε το πόδι του»)
2. κλονίζομαι κατά το βάδισμα, τρικλίζω
3. μτφ. παρεκτρέπομαι, παραστρατώ.