πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
(I)-άω, Α απατώεξαπατώ, αποπλανώ, δελεάζω. (II)-άω πατώ1. πατώ αλλού από εκεί που πρέπει, στραβοπατώ («παραπάτησε και στραμπούληξε το πόδι του»)2. κλονίζομαι κατά το βάδισμα, τρικλίζω3. μτφ. παρεκτρέπομαι, παραστρατώ.