= παραρθρέω II, Pl.Ax.367b (codd.Stob.).
[Seite 496] = παραρθρέω, f. L.
παραρθρέω και παραρθρόω, Α1. παθαίνω μερική εξάρθρωση2. κάνω κάτι να εξαρθρωθεί, εξαρθρώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -αρθρῶ (< -αρθρος < ἄρθρον), πρβλ. εξαρθρώ].