παραρριπτέω
English (LSJ)
later for παραρρίπτω.
German (Pape)
= παραρρίπτω, vorwerfen, ἀστραγάλους καθάπερ τοῖς κυσὶ παραρριπτοῦντες, Alciphr. 3.51.
later for παραρρίπτω.
= παραρρίπτω, vorwerfen, ἀστραγάλους καθάπερ τοῖς κυσὶ παραρριπτοῦντες, Alciphr. 3.51.