παρασέρνω

Greek Monolingual

και παρασύρω
1. τραβώ προς το μέρος μου, παίρνω μαζί μου με βίαιο τρόπο, συμπαρασύρω
2. εκτρέπω, βγάζω κάποιον από τον δρόμο του
3. μτφ. αποπλανώ, ξεμυαλίζω.