εκτρέπω
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἐκτρέπω, Α ιων. τ. ἐκτράπω)
1. στρέφω κάτι έξω από τον φυσικό δρόμο, τρέπω κάτι ή κάποιον μακριά ή προς άλλη κατεύθυνση («το ὕδωρ ἐξέτρεψεν εἰς τὴν Μαντινικήν», Θουκ.)
2. μέσ. βγαίνω από την κανονική θέση ή διεύθυνσή μου, παρασύρομαι, παρεκτρέπομαι
μσν.
1. μετατρέπω, αλλάζω
2. παρασύρω
3. βγάζω από τα λογικά, τρελαίνω
4. τρέπω σε φυγή
5. υποδουλώνω
αρχ.
1. τρέπω κάποιον μακριά από τον δρόμο του, τον κάνω να παρεκκλίνει
2. αποφεύγω
3. εμποδίζω, αποτρέπω
4. στρέφω κάτι υποχωρώντας
5. αναστρέφω κάτι ώστε το μέσα να έρθει έξω
6. μέσ. τρέπω μακριά, αποπέμπω
7. ιατρ. αποκλίνω από την κανονική μου θέση, εκφεύγω, εξαρθρώνομαι
8. μετατρέπω κάτι σε χειρότερο
9. αστρολ. γεννιέμαι.