παρασίτωση

Greek Monolingual

η
ιατρ. παθολογική κατάσταση που προκαλείται από την παρουσία και ανάπτυξη παρασίτων στον οργανισμό του ανθρώπου, λοίμωξη η οποία μπορεί να εκδηλώνεται με κλινικά συμπτώματα (παρασιτική νόσος) ή να είναι κλινικά αφανής (λανθάνουσα παρασίτωση).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parasitosis < παράσιτο].