[Seite 505] (s. αὐξάνω), durch Danebensetzen od. Ansetzen vermehren, vergrößern, Galen. u. a. Sp.
παραυξάνω: αὐξάνω διὰ προσθήκης, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 15, Πτολ.
Α1. αυξάνω, μεγεθύνω με προσθήκη2. μέσ. αυξάνομαι πολύ.