παρδαλή

Greek Monolingual

και παρδαλέη και δωρ. τ. παρδαλέα, ἡ, Α
το δέρμα της λεοπάρδαλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + επίθημα - / έη, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντή)].