παρδαλῆ

English (LSJ)

Attic contr. for παρδαλέη.

German (Pape)

[Seite 509] zsgz. = παρδαλέη, Poll. 4, 118.

Greek Monolingual

και παρδαλέη και δωρ. τ. παρδαλέα, ἡ, Α
το δέρμα της λεοπάρδαλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + επίθημα - / έη, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντή)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρδαλῆ -ῆς, ἡ, Ion. παρδαλέη, Dor. παρδαλέα [~ πάρδαλις] pantervel.