παρδαλῆ
English (LSJ)
Attic contr. for παρδαλέη.
German (Pape)
Greek Monolingual
και παρδαλέη και δωρ. τ. παρδαλέα, ἡ, Α
το δέρμα της λεοπάρδαλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + επίθημα -ῆ / έη, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντή)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρδαλῆ -ῆς, ἡ, Ion. παρδαλέη, Dor. παρδαλέα [~ πάρδαλις] pantervel.