παρεγχείρησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, encroaching on other people's business, Cic.Att.15.4.3; interference, μηδεμιᾷ-ήσει BMus.Inscr.481*.402 (Ephesus, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 510] ἡ, falscher Schluß oder Beweis, Cic. Att. 15, 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
παρεγχείρησις: ἡ, τὸ ἐπεμβαίνειν εἰς τὰ ἔργα ἄλλου, ἐπιχείρησις ἀναμίξεως εἰς ξένας ὑποθέσεις, Κικ. πρὸς Ἀττ. 15. 4, 3· ἡ δι’ ἑτέρων π. Κλήμ. Ἀλ. 896.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α παρεγχειρώ
1. οικειοποίηση, σφετερισμός δικαιωμάτων κάποιου άλλου
2. εσφαλμένος συλλογισμός
3. επέμβαση, παρέμβαση, μεσιτεία.