παρεισκομίζω

English (LSJ)

bring in, νύκτωρ κεκαλυμμένας εἰκόνας J.BJ2.9.2:—Pass., ib.5.12.1.

German (Pape)

[Seite 512] daneben od. heimlich einführen, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεισκομίζω: εἰσκομίζω κρυφίως, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 9, 2 κτλ.

Greek Monolingual

Α
εισκομίζω, φέρνω μέσα κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἰσκομίζω «φέρνω μέσα»].