παρεμποδιστής

Greek Monolingual

ο
χημ. ουσία, η παρουσία της οποίας σε μικρές συνήθως συγκεντρώσεις διακόπτει ή επιβραδύνει την εξέλιξη μιας χημικής αντίδρασης, αλλ. αναστολέας.